χολερικός

χολερικός
η , ό[ν] холерный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "χολερικός" в других словарях:

  • χολερικός — ή, ό / χολερικός, ή, όν, ΝΑ [χολέρα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χολέρα (α. «χολερικά συμπτώματα» β. «ξυνέβη ἐμπεσεῑν εἰς πάθεα χολερικὰ ἐκ κρεηφαγίης», Ιπποκρ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από χολέρα 3. ως ουσ. άτομο χολερικής… …   Dictionary of Greek

  • χολερικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χολέρα, αυτός που πάσχει από χολέρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χολερικά — χολερικός of neut nom/voc/acc pl χολερικά̱ , χολερικός of fem nom/voc/acc dual χολερικά̱ , χολερικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολερικώτερον — χολερικός of adverbial comp χολερικός of masc acc comp sg χολερικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολερικῶν — χολερικός of fem gen pl χολερικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολερικόν — χολερικός of masc acc sg χολερικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολερικοῖς — χολερικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολερικοῦ — χολερικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολερικούς — χολερικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολερικῇ — χολερικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολερικῷ — χολερικός of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»